κολιτιδικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κολιτιδικός η κολιτιδική το κολιτιδικό
      γενική του κολιτιδικού της κολιτιδικής του κολιτιδικού
    αιτιατική τον κολιτιδικό την κολιτιδική το κολιτιδικό
     κλητική κολιτιδικέ κολιτιδική κολιτιδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κολιτιδικοί οι κολιτιδικές τα κολιτιδικά
      γενική των κολιτιδικών των κολιτιδικών των κολιτιδικών
    αιτιατική τους κολιτιδικούς τις κολιτιδικές τα κολιτιδικά
     κλητική κολιτιδικοί κολιτιδικές κολιτιδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολιτιδικός < κολίτιδα + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κολιτιδικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]