κολλάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολλάζ < → δείτε τη λέξη κολάζ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολλάζ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολλάζ
|