κολλεγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολλεγία θηλυκό
- μικρή ομάδα νομικών συμβούλων ενός βασιλιά, σχετικά με τα θρησκευτικά ζητήματα, ειδικότερα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολλεγία
|