κολλεγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολλεγία οι κολλεγίες
      γενική της κολλεγίας των κολλεγιών
    αιτιατική την κολλεγία τις κολλεγίες
     κλητική κολλεγία κολλεγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολλεγία < λατινική collegium

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολλεγία θηλυκό

  • μικρή ομάδα νομικών συμβούλων ενός βασιλιά, σχετικά με τα θρησκευτικά ζητήματα, ειδικότερα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]