κολλημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κολλώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ.liˈmε.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
κολλημένος, -η, -ο
- που έχει κολλήσει, που έχει ενωθεί με κόλλα
- βρήκα μια ανακοίνωση κολλημένη στην πόρτα
- βαλμένος κοντά, δίπλα
- μην αφήσεις κενό, οι χαρακτήρες πρέπει να είναι κολλημένοι
- (μεταφορικά) που έχει τη συνήθεια να κάνει κάτι υπερβολικά, ο εθισμένος
- είναι κολλημένος με την τηλεόραση.