κολοκυθάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολοκυθάκι τα κολοκυθάκια
      γενική
    αιτιατική το κολοκυθάκι τα κολοκυθάκια
     κλητική κολοκυθάκι κολοκυθάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αλευρωμένα κολοκυθάκια ενώ τηγανίζονται

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολοκυθάκι < κολοκύθι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολοκυθάκι ουδέτερο

  1. μικρό κολοκύθι
  2. (πειραχτικά) χαζούλης
    καλό κολοκυθάκι είσαι εσύ, ό,τι σού λένε το πιστεύεις!

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  κολοκύθι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]