κολοκύνθη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κολοκύνθη, Κολοκύνθης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολοκύνθη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κολοκύνθη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολοκύνθη θηλυκό (καθαρεύουσα)

Συγγενικά[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολοκύνθη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κολοκύνθη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολοκύνθη ή κολοκύθα

  1. (λαχανικό) η κολοκύθα
  2. (φυτό) η κολοκυθιά
     συνώνυμα: κολοκυνθέα, κολοκυθέα, κολοκυθιά

Συγγενικά[επεξεργασία]

κολοκυθ-, κολοκυνθ-

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κολοκύνθη αἱ κολοκύνθαι
      γενική τῆς κολοκύνθης τῶν κολοκυνθῶν
      δοτική τῇ κολοκύνθ ταῖς κολοκύνθαις
    αιτιατική τὴν κολοκύνθην τὰς κολοκύνθᾱς
     κλητική ! κολοκύνθη κολοκύνθαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κολοκύνθ
γεν-δοτ τοῖν  κολοκύνθαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολοκύνθη, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < πιθανόν προελληνική ς προέλευσης, όπως δείχνει το επίθημα -ύνθη (-υνθος)[1][2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολοκύνθη θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]