κολομπίρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κολομπίρι | τα | κολομπίρια |
γενική | του | κολομπιριού | των | κολομπιριών |
αιτιατική | το | κολομπίρι | τα | κολομπίρια |
κλητική | κολομπίρι | κολομπίρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολομπίρι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματικό) ο λαιμός της στήλης ιστού, καθώς και του προβόλου και του κάθε επιστηλίου των ιστιοφόρων πλοίων
- το κολομπίρι έχει τετράγωνη μορφή επί του οποίου και θηλυκώνει το στηλόκρανο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολομπίρι
|