κολομπίρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολομπίρι τα κολομπίρια
      γενική του κολομπιριού των κολομπιριών
    αιτιατική το κολομπίρι τα κολομπίρια
     κλητική κολομπίρι κολομπίρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολομπίρι < ιταλική columbus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολομπίρι ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματικό) ο λαιμός της στήλης ιστού, καθώς και του προβόλου και του κάθε επιστηλίου των ιστιοφόρων πλοίων
    το κολομπίρι έχει τετράγωνη μορφή επί του οποίου και θηλυκώνει το στηλόκρανο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]