κολονοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολονοσκόπιο < κολονοσκόπηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολονοσκόπιο ουδέτερο
- ειδικό ενδοσκόπιο για την εξέταση του εντέρου που, εκτός από την εικόνα που παρέχει, δίνει και τη δυνατότητα τοπικών μικροεπεμβάσεων