κολπίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κολπίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κολπῖτις < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική colpitis < αρχαία ελληνική κόλπος + -ῖτις από την αιτιατική κολπίτιδα[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kolˈpi.ti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κολ‐πί‐τι‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κολπίτιδα θηλυκό
- (ιατρική): φλεγμονή του βλεννογόνου του κόλπου.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κολπίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)