κολπεκτομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολπεκτομή οι κολπεκτομές
      γενική της κολπεκτομής των κολπεκτομών
    αιτιατική την κολπεκτομή τις κολπεκτομές
     κλητική κολπεκτομή κολπεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολπεκτομή < κολπ(ος) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολπεκτομή θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση μέρους ή όλου του γυναικείου κόλπου για αντιμετώπιση ιατρικών προβλημάτων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]