κολπορραφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολπορραφή θηλυκό
- (ιατρική) η συρραφή τμημάτων του κόλπου με χειρουργική επέμβαση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολπορραφή