κολτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολτζής αρσενικό
- (παρωχημένο) (ιστορία) (Τουρκοκρατία) άλλη μορφή του κολτσής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κόλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολτζής
|