κολυμβητήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολυμβητήριο τα κολυμβητήρια
      γενική του κολυμβητήριου
κολυμβητηρίου
των κολυμβητήριων
κολυμβητηρίων
    αιτιατική το κολυμβητήριο τα κολυμβητήρια
     κλητική κολυμβητήριο κολυμβητήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολυμβητήριο < κολυμβη(τής) + -τήριο [1]
Κλειστό κολυμβητήριο.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.liɱ.viˈti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λυμ‐βη‐τή‐ρι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολυμβητήριο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]