κολυμπήθρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολυμπήθρα < αρχαία ελληνική κολυμβήθρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολυμπήθρα θηλυκό
- χριστιανικό εκκλησιαστικό σκεύος το οποίο χρησιμοποιείται στη βάφτιση
- σημείο σε ποτάμι που μοιάζει με δεξαμενή
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κολυμπώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολυμπήθρα
|