κολυμπημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κολυμπημένος η κολυμπημένη το κολυμπημένο
      γενική του κολυμπημένου της κολυμπημένης του κολυμπημένου
    αιτιατική τον κολυμπημένο την κολυμπημένη το κολυμπημένο
     κλητική κολυμπημένε κολυμπημένη κολυμπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κολυμπημένοι οι κολυμπημένες τα κολυμπημένα
      γενική των κολυμπημένων των κολυμπημένων των κολυμπημένων
    αιτιατική τους κολυμπημένους τις κολυμπημένες τα κολυμπημένα
     κλητική κολυμπημένοι κολυμπημένες κολυμπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

/?/

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

κολυμπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κολυμπιέμαι (σημασία: με κολυμπούν ή κολυμπούν εντός μου/μέσα μου)

Μετοχή[επεξεργασία]

κολυμπημένος, -η, -ο αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  1. που έχει κολυμπηθεί, που τον διάνυσαν-διέσχισαν κολυμπώντας
    κολυμπημένη από γοργόνες παραλία
  2. (λαϊκότροπο) που έχει κολυμπήσει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]