κολυμπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

κολυμβήτρια κολυμπά σε πισίνα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολυμπώ < μεσαιωνική ελληνική κολυμπῶ < αρχαία ελληνική κολυμβάω / κολυμβῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.limˈbo/

Ρήμα[επεξεργασία]

κολυμπώ

  1. επιπλέω και κινούμαι στο νερό με κινήσεις των χεριών και των ποδιών
  2. (μεταφορικά) έχω βυθιστεί σε κάποιο υγρό
  3. (μεταφορικά) έχω κάτι σε μεγάλη ποσότητα
    είναι πολύ πλούσιος, κολυμπάει στο χρυσάφι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • κολυμπάω στα βαθιά (νερά) : ασχολούμαι με κάτι δύσκολο
  • κολυμπάω στα σκατά : έχω δυσκολίες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]