κολυμπώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
κολυμπώντας άκλιτο
- με κολύμπι, κάνοντας κολύμπι.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολυμπώντας