κομίστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κομίστα | οι | κομίστες |
γενική | της | κομίστας | των | κομιστών |
αιτιατική | την | κομίστα | τις | κομίστες |
κλητική | κομίστα | κομίστες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομίστα < κομίστας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομίστα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του κομίστας
- ※ Τον επόμενο μήνα ο ίδιος και η σύζυγός του, η κομίστα Αννί Ντι Ντονά [...] θα ξεκινήσουν να σχεδιάζουν. (Το Βήμα, 25/3/2011)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κομίστα αρσενικό