κομβιοδόχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομβιοδόχος θηλυκό (ή αρσενικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομβιοδόχος
|
Δείτε επίσης : κομβιοδόχη |
κομβιοδόχος θηλυκό (ή αρσενικό)
|