κομιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομιστής οι κομιστές
      γενική του κομιστή των κομιστών
    αιτιατική τον κομιστή τους κομιστές
     κλητική κομιστή κομιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κομιστής < κομίζω κομισ- + -τής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.miˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐μι‐στής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομιστής αρσενικό (θηλυκό κομίστρια)

  1. αυτός που φέρνει, κομίζει κάτι[1]
    κομιστής επιστολής, σημειώματος
    κομιστής χαρμόσυνων ειδήσεων
  2. (νομικός όρος) κάτοχος χρεογράφου που μπορεί να απαιτήσει από τον εκδότη την πληρωμή του αναγραφόμενου ποσού στον αποδέκτη, με την επίδειξή του[2]
    κομιστής μιας συναλλαγματικής
    Ο κομιστής ενός χρεογράφου μπορεί να είναι τρίτο πρόσωπο, να μην είναι ο αποδέκτης.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομιστής < κομίζω κομισ- + -τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομιστής αρσενικό

  1. αυτός που φροντίζει
  2. αυτός που μεταφέρει, ο κομιστής όπως στα νέα ελληνικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  1. κομιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)