κομμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κομμένος | η | κομμένη | το | κομμένο |
γενική | του | κομμένου | της | κομμένης | του | κομμένου |
αιτιατική | τον | κομμένο | την | κομμένη | το | κομμένο |
κλητική | κομμένε | κομμένη | κομμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κομμένοι | οι | κομμένες | τα | κομμένα |
γενική | των | κομμένων | των | κομμένων | των | κομμένων |
αιτιατική | τους | κομμένους | τις | κομμένες | τα | κομμένα |
κλητική | κομμένοι | κομμένες | κομμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κόβω
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
κομμένος, -η, -ο
- που έχει κοπεί
- που έχει κόψει
- τεμαχισμένος
- κουρασμένος, καταβεβλημένος, άρρωστος
- σε βλέπω λίγο κομμένο, αισθάνεσαι αδιάθετος ή είσαι κουρασμένος;
- που έχει απορριφθεί
- (για κακή συνήθεια) σταματημένος
Σύνθετα[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
κομμένη!