κομματίδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κομματίδιο τα κομματίδια
      γενική του κομματίδιου
κομματιδίου
των κομματίδιων
κομματιδίων
    αιτιατική το κομματίδιο τα κομματίδια
     κλητική κομματίδιο κομματίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομματίδιο < κόμμα (κόμματος) + -ίδιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομματίδιο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]