κομματιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κομματιάζω < μεσαιωνική ελληνική κομματιάζω
Ρήμα
[επεξεργασία]κομματιάζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κομματιάζω | κομμάτιαζα | θα κομματιάζω | να κομματιάζω | κομματιάζοντας | |
β' ενικ. | κομματιάζεις | κομμάτιαζες | θα κομματιάζεις | να κομματιάζεις | κομμάτιαζε | |
γ' ενικ. | κομματιάζει | κομμάτιαζε | θα κομματιάζει | να κομματιάζει | ||
α' πληθ. | κομματιάζουμε | κομματιάζαμε | θα κομματιάζουμε | να κομματιάζουμε | ||
β' πληθ. | κομματιάζετε | κομματιάζατε | θα κομματιάζετε | να κομματιάζετε | κομματιάζετε | |
γ' πληθ. | κομματιάζουν(ε) | κομμάτιαζαν κομματιάζαν(ε) |
θα κομματιάζουν(ε) | να κομματιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κομμάτιασα | θα κομματιάσω | να κομματιάσω | κομματιάσει | ||
β' ενικ. | κομμάτιασες | θα κομματιάσεις | να κομματιάσεις | κομμάτιασε | ||
γ' ενικ. | κομμάτιασε | θα κομματιάσει | να κομματιάσει | |||
α' πληθ. | κομματιάσαμε | θα κομματιάσουμε | να κομματιάσουμε | |||
β' πληθ. | κομματιάσατε | θα κομματιάσετε | να κομματιάσετε | κομματιάστε | ||
γ' πληθ. | κομμάτιασαν κομματιάσαν(ε) |
θα κομματιάσουν(ε) | να κομματιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κομματιάσει | είχα κομματιάσει | θα έχω κομματιάσει | να έχω κομματιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κομματιάσει | είχες κομματιάσει | θα έχεις κομματιάσει | να έχεις κομματιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κομματιάσει | είχε κομματιάσει | θα έχει κομματιάσει | να έχει κομματιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κομματιάσει | είχαμε κομματιάσει | θα έχουμε κομματιάσει | να έχουμε κομματιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κομματιάσει | είχατε κομματιάσει | θα έχετε κομματιάσει | να έχετε κομματιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κομματιάσει | είχαν κομματιάσει | θα έχουν κομματιάσει | να έχουν κομματιάσει |
|