κομματικοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομματικοποίηση οι κομματικοποιήσεις
      γενική της κομματικοποίησης των κομματικοποιήσεων
    αιτιατική την κομματικοποίηση τις κομματικοποιήσεις
     κλητική κομματικοποίηση κομματικοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομματικοποίηση < κομματικ(ός) + -ο- + -ποίηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομματικοποίηση θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κόμμα, κόβω και ποιώ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]