κομματονεολαία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομματονεολαία οι κομματονεολαίες
      γενική της κομματονεολαίας των κομματονεολαιών
    αιτιατική την κομματονεολαία τις κομματονεολαίες
     κλητική κομματονεολαία κομματονεολαίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομματονεολαία < κόμματ(ος) + -ο- + νεολαία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομματονεολαία θηλυκό

  • η οργάνωση νεολαίας ενός κόμματος, για άτομα που δεν έχουν φτάσει ακόμα την ηλικία στην οποία παραχωρείται το δικαίωμα ψήφου.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]