κομμουνίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κομμουνίστρια | κομμουνίστριες |
γενική | κομμουνίστριας | κομμουνιστριών |
αιτιατική | κομμουνίστρια | κομμουνίστριες |
κλητική | κομμουνίστρια | κομμουνίστριες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομμουνίστρια < κομμουνιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια < γαλλική communiste < commun < παλαιά γαλλικά comun < λατινική communis < Παλαιά Λατινική comoine[m] / *comoenus < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ḱom-moy-n- < *mey- (αλλάζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομμουνίστρια θηλυκό
- θηλυκό του κομμουνιστής
Εναλλακτικές μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη: κομμουνισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομμουνίστρια