κομμουνιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομμουνιστικός < κομμουνιστής + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
κομμουνιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον κομμουνισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κομμουνισμός