κομπάιλερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομπάιλερ < μεταγραφή για την αγγλική compiler
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /komˈpai.leɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κομ‐πάι‐λερ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομπάιλερ αρσενικό άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μεταγραμμένοι όροι από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταγλώττιση - πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)