κομπιναιζόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομπιναιζόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική combinaison

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kom.bi.neˈzon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐μπι‐ναι‐ζόν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομπιναιζόν ουδέτερο άκλιτο