κομπινεζόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομπινεζόν < γαλλική combinaison[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kom.bi.neˈzon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐μπι‐νε‐ζόν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομπινεζόν ουδέτερο άκλιτο
- κοντό γυναικείο ρούχο που φοριέται κάτω από τη φούστα, μεσοφούστανο, μισοφόρι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομπινεζόν
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κομπινεζόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας