κομπιουτεράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κομπιουτεράς < κομπιούτερ (αγγλική computer) + -άς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko(m).bʝu.teˈɾas/ [mb] με προσαρμογή όπως για το ελληνικό <μπ>
- Προφέρεται όπως και για τα αγγλικά <mp> : kɔm.pçu.tε'ɾas[1]
- με προσαρμογή της προφοράς του /iu/ στην κάθε περίπτωση'
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κομπιουτεράς αρσενικό
- (επάγγελμα) που ασχολείται επαγγελματικά με τους υπολογιστές ή τον προγραμματισμό
- αυτός που ασχολείται πολύ με το κομπιούτερ, έχει πολλή εμπειρία
- αυτός που έχει μανία με τα κομπιούτερ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κομπιούτερ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κομπιουτεράς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)