κομπλέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομπλέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική complet[1]

Επίθετο, Επιφώνημα, Επίρρημα[επεξεργασία]

κομπλέ άκλιτο

  • πλήρης
    η ομάδα είναι κομπλέ
    πωλείται κομπλέ σύστημα

Επίθετο[επεξεργασία]

κομπλέ άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]