κομπλέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομπλέρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομπλέρ ουδέτερο άκλιτο
- εξάρτημα ή μηχανισμός που χρησιμεύει για την εμπλοκή και απεμπλοκή της μετάδοσης της κίνησης μεταξύ των διάφορων μερών, σύνδεσμος κίνησης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομπλέρ
|