κομπλεξάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομπλεξάρω < κόμπλεξ + -άρω

Ρήμα[επεξεργασία]

κομπλεξάρω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]