κομπλιμέντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομπλιμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική complimento < ισπανική cumplimiento < cumplir < λατινική compleo < cum + pleo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομπλιμέντο ουδέτερο
- ευγενικός λόγος που απευθύνεται σε κάποιον για να εκφράσει τα θετικά συναισθήματά μας απέναντί του, π.χ. το θαυμασμό για την εξωτερική του εμφάνιση ή την εκτίμησή μας για το πρόσωπό του, τις ικανότητές του ή τις αρετές του· φιλοφρόνηση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομπλιμέντο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)