Μετάβαση στο περιεχόμενο

κομπλιμέντο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κομπλιμέντο τα κομπλιμέντα
      γενική του κομπλιμέντου των κομπλιμέντων
    αιτιατική το κομπλιμέντο τα κομπλιμέντα
     κλητική κομπλιμέντο κομπλιμέντα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κομπλιμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική complimento < ισπανική cumplimiento < cumplir < λατινική compleo < cum + pleo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κομπλιμέντο ουδέτερο

  • φιλοφρόνηση, ευγενικός λόγος που απευθύνεται σε κάποιον για να εκφράσει τα θετικά συναισθήματά μας απέναντί του, π.χ. το θαυμασμό για την εξωτερική του εμφάνιση ή την εκτίμησή μας για το πρόσωπό του, τις ικανότητές του ή τις αρετές του
      Όταν μπήκαν στο μπουντουάρ της οι τρεις άντρες, η Μαρίκα αγνόησε τη χαριτωμένη κοζερί και τα κομπλιμέντα των δύο συνοδών του, και κάρφωσε το βλέμμα της σ' εκείνον που δε μιλούσε πολύ , δε χαριεντιζόταν, μόνο την κοιτούσε σιωπηλός (Λένα Διβάνη, Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, εκδ. Πατάκη, 2020)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]