κομπλιμεντόζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομπλιμεντόζα < κομπλιμεντόζ(ος) + κατάληξη θηλυκού

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kom.pli.menˈto.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κομ‐πλι‐μεν‐τό‐ζα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομπλιμεντόζα οι κομπλιμεντόζες
      γενική της κομπλιμεντόζας των κομπλιμεντόζων
    αιτιατική την κομπλιμεντόζα τις κομπλιμεντόζες
     κλητική κομπλιμεντόζα κομπλιμεντόζες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κομπλιμεντόζα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κομπλιμεντόζος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κομπλιμεντόζα