κομπογιαννίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κομπογιαννίτης < κομπ- (< κομπώνω: δένω με μάγια, εξαπατώ < (ελληνιστική κοινή) κομβόω: δένω) -ο- + γιαν- (< γιαίνω < αρχαία ελληνική ὑγιαίνω) + -ίτης
- κομπογιαννίτης < κομπώνω + γιαννίτης (< Ιωαννίτης)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kom.bo.ʝaˈni.tis/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κομπογιαννίτης αρσενικό και κομπογιανίτης
- ο πρακτικός κι εμπειρικός γιατρός
- (συνεκδοχικά) κάποιος που παριστάνει το γιατρό, έχοντας λίγες εμπειρικές γνώσεις μόνο, χωρίς να έχει σπουδάσει
- (κατ’ επέκταση) κάποιος που εξαπατά παριστάνοντας τον ειδικό ενώ δεν διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]Πρόκειται για το παρατσούκλι που απέκτησαν, μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους, οι περίφημοι εμπειρικοί γιατροί, που κατοικούσαν γύρω από τη χαράδρα του Βίκου, εξαιτίας των κόμβων - ριζών που χρησιμοποιούσαν για τις θεραπείες ή γιατί έδεναν τα βότανα στα μαντίλια τους σε σχήμα κόμπου.