κομπολογάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομπολογάδικο < κομπολογ(ιού) + -άδικο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομπολογάδικο ουδέτερο
- κατάστημα που πουλάει κομπολόγια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομπολογάδικο
|