κομπόδεμα
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κομπόδεμα | κομποδέματα |
γενική | κομποδέματος | κομποδεμάτων |
αιτιατική | κομπόδεμα | κομποδέματα |
κλητική | κομπόδεμα | κομποδέματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομπόδεμα ουδέτερο
- (παρωχημένο) κόμπος σε μαντήλι
- (παρωχημένο) (συνεκδοχικά) τα χρήματα που περιέχει μαντήλι δεμένο σε κόμπο
- (συνεκδοχικά) οι οικονομίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομπόδεμα