κομψοέπεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομψοέπεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κομψοέπεια, κομψοεπ(ής) + -εια
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kom.psoˈe.pi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κομ‐ψο‐έ‐πι‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομψοέπεια θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή η έκφραση του κομψοεπούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομψοέπεια
|
Πηγές[επεξεργασία]
- κομψοεπ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κομψοέπειᾰ | αἱ | κομψοέπειαι | ||||
γενική | τῆς | κομψοεπείᾱς | τῶν | κομψοεπειῶν | ||||
δοτική | τῇ | κομψοεπείᾳ | ταῖς | κομψοεπείαις | ||||
αιτιατική | τὴν | κομψοέπειᾰν | τὰς | κομψοεπείᾱς | ||||
κλητική ὦ! | κομψοέπειᾰ | κομψοέπειαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κομψοεπείᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κομψοεπείαιν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομψοέπεια < κομψοεπ(ής) + -εια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομψοέπεια θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) κομψότητα στον λόγο, κομψοέπεια, κομψολογία
- ※ 4ος/5ος αιώνας κε ⌘ Κύριλλος Α΄Αλεξανδρείας, Κατά Ιουλιανού, 3.76 @books.google
- διατέθεινται γὰρ ἑτέρως, οὐ κομψοεπείας καὶ μύθους τὰ περὶ θεῶν εἶναι λέγοντες, ἀλλ’ ὡς ἀληθεῖς καὶ δοκιμωτάτας δεχόμενοι τὰς φωνάς, καὶ τοῦτο οἱ συνετώτατοι.
- ※ 4ος/5ος αιώνας κε ⌘ Κύριλλος Α΄Αλεξανδρείας, Κατά Ιουλιανού, 3.76 @books.google
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βοήθεια' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βοήθεια' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -εια (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)