κομψοτέχνης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομψοτέχνης οι κομψοτέχνες
      γενική του κομψοτέχνη των κομψοτεχνών
    αιτιατική τον κομψοτέχνη τους κομψοτέχνες
     κλητική κομψοτέχνη κομψοτέχνες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομψοτέχνης < κομψ(ός) + -ο- + -τέχνης[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kom.psoˈte.xnis/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομψοτέχνης αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]