κομ ιλ φο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
κομ ιλ φο
- (γαλλισμός) καθωσπρέπει, όπως πρέπει (και σε ειρωνικό ύφος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καθωσπρέπει και
κομ ιλ φο