κονίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κόνις

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κονίς αἱ κονίδες
      γενική τῆς κονίδος τῶν κονίδων
      δοτική τῇ κονίδ ταῖς κονίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κονίδ τὰς κονίδᾰς
     κλητική ! κονίς* κονίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κονίδε
γεν-δοτ τοῖν  κονίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονίς < κόνις με μετακίνηση τόνου, για το οποίο γράφει ο Ηρωδιανός:
※  3ος αιώνας κε Αίλιος Ηρωδιανός, Περὶ καθολικῆς προσῳδίας, ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΙϹ ιϲ ΟΝΟΜΑΤΩΝ. ΒΙΒΛΙΟΝ δ′.
Τὰ εἰϲ νιϲ διβράχεα προϲηγορικὰ ὀξύνονται κατ’ οὐϲίαϲ κείμενα αο παραληγόμενα, ῥανίϲ, χλανίϲ, ϲανίϲ, ὀνίϲ, κονίϲ τὸ ἐπὶ τῆϲ κεφαλῆϲ, κόνιϲ δὲ τὸ χῶμα.
έκδοση Teubner, 1867, τόμος 1, σελ.94 @books.google (Hdn.Gr.1.94) [η έκδοση με μηνοειδές σίγμα]
Δηλαδή, κονίς για την κόνιδα του κεφαλιού και κόνις για τη σκόνη.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κονίς θηλυκό, κυρίως στον πληθυντικό κονίδες

Πηγές[επεξεργασία]