κονεομεταλλουργία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονεομεταλλουργία οι κονεομεταλλουργίες
      γενική της κονεομεταλλουργίας των κονεομεταλλουργιών
    αιτιατική την κονεομεταλλουργία τις κονεομεταλλουργίες
     κλητική κονεομεταλλουργία κονεομεταλλουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονεομεταλλουργία < κόνις + μεταλλουργία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κονεομεταλλουργία θηλυκό ή κονιομεταλλουργία

  • (παρωχημένο) (σπάνιο) μεταλλουργία κόνεως, παραγωγή μεταλλικών κόνεων και μορφοποίησή τους σε μεταλλικά, συμπαγή αντικείμενα, ο συχνότερα χρησιμοποιούμενος όρος είναι κονιομεταλλουργία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]