κονιάκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κονιάκ < (λόγιο δάνειο) γαλλική cognac < Cognac, πόλη της Γαλλίας
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κονιάκ ουδέτερο άκλιτο
- (ποτό) ποικιλία μπράντι· οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται σε συγκεκριμένη περιοχή της Γαλλίας, γύρω από την πόλη Κονιάκ, με διπλή απόσταξη κρασιού και, στη συνέχεια, παλαιώνει σε δρύινα βαρέλια
- (καταχρηστικά) το μπράντι οποιασδήποτε περιοχής ή μάρκας
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κονιάκ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ποτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)