κονιοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κονιοσκόπιο ουδέτερο
- (τεχνολογία): ειδική συσκευή με την οποία ανιχνεύεται ρύπανση από σκόνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κονιοσκόπιο
|