κονκάρδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κονκάρδα < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική cocarde + -α[1] < coq + -ard < λατινικά coccus < ηχομιμητική λέξη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κονκάρδα θηλυκό (& κογκάρδα)
- φορέας μηνύματος ή σήματος συνήθως κυκλικός από διάφορα υλικά που τοποθετείται στο πέτο (ή και αλλού) και με το οποίο δηλώνεται η προτίμηση μας σ' ένα κόμμα, μια ιδέα, έναν αθλητικό σύλλογο, ότι συμμετέχουμε σε συνέδριο κ.ο.κ.
- αισθητική καρφίτσα φτηνής κατασκευής συνήθως με θέμα που αναπτύσσεται στις δύο διαστάσεις (όχι καρφίτσα κόσμημα, πχ. αισθητική κονκάρδα με χρώματα ή σχήματα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κονκάρδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ορθογραφικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)