κονστρουκτιβιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κονστρουκτιβιστικός η κονστρουκτιβιστική το κονστρουκτιβιστικό
      γενική του κονστρουκτιβιστικού της κονστρουκτιβιστικής του κονστρουκτιβιστικού
    αιτιατική τον κονστρουκτιβιστικό την κονστρουκτιβιστική το κονστρουκτιβιστικό
     κλητική κονστρουκτιβιστικέ κονστρουκτιβιστική κονστρουκτιβιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κονστρουκτιβιστικοί οι κονστρουκτιβιστικές τα κονστρουκτιβιστικά
      γενική των κονστρουκτιβιστικών των κονστρουκτιβιστικών των κονστρουκτιβιστικών
    αιτιατική τους κονστρουκτιβιστικούς τις κονστρουκτιβιστικές τα κονστρουκτιβιστικά
     κλητική κονστρουκτιβιστικοί κονστρουκτιβιστικές κονστρουκτιβιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονστρουκτιβιστικός < κονστρουκτιβισμός + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κονστρουκτιβιστικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]