κονσόρτσιουμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονσόρτσιουμ < (άμεσο δάνειο) αγγλική consortium

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κονσόρτσιουμ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]