κοντέσσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοντέσσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική contessa < μεσαιωνική λατινική comitissa < λατινική comes + -issa. Μορφολογικά αναλύεται σε κόντ(ες) + -έσσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοντέσσα θηλυκό
- (τίτλος ευγενείας στη δυτική Ευρώπη) η κοντέσα
Πηγές[επεξεργασία]
- κοντέσσα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έσσα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)